οδοποιητικός

οδοποιητικός
-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) [οδοποιώ]
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁδοποιητικόν — ὁδοποιητικός finding a way masc acc sg ὁδοποιητικός finding a way neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιητική — ὁδοποιητικός finding a way fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”